Πορφυρίου

Πορφυρίου
Πορφύριος
masc gen sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • πορφυρίου — πορφύριον purple dyed stuff neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ЭННЕАДЫ —     «ЭННЕАДЫ» (èvveaSeg девятки), издание сочинений Плотина в систематическом порядке, предпринятое его учеником Порфирием ок. 301 н. э., т. е. через 30 лет после смерти Плотина. Записанные Плотином тексты еще при его жизни имели хождение не… …   Античная философия

  • Βουφόνια — Αρχαία αθηναϊκή γιορτή θυσίας βοδιού. Εορτάζόταν στις 14 του μήνα Σκιροφοριώνα (Ιούνιο Ιούλιο), όταν τελείωνε το αλώνισμα και συγκεντρωνόταν το σιτάρι στην Ακρόπολη. Σώζονται δύο περιγραφές της τελετής, του Πορφύριου και του Παυσανία, με μερικές… …   Dictionary of Greek

  • δένδρο — Ορεινός οικισμός (υψόμ. 650 μ., 94 κάτ.) του νομού Κορινθίας. Βρίσκεται στο βορειοδυτικό τμήμα του νομού, 58 χλμ. ΒΔ της Κορίνθου. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Ξυλοκάστρου. * * * και δέντρο, το (AM δένδρον Α και δένδρος, δένδρεον, δένδρειον)… …   Dictionary of Greek

  • κατηγορία — Ενοχοποίηση, μομφή· σύνολο ομοιογενών πραγμάτων. (Νομ.) Σύμφωνα με τη νομική ορολογία, ο όρος κ. αναφέρεται στην απόδοση μιας οποιασδήποτε ενοχής σε κάποιον. Ειδικότερα, σημαίνει την αποδιδόμενη υπαιτιότητα για κάθε πράξη που διώκεται ποινικώς… …   Dictionary of Greek

  • πορφυριανός — ο, ΝΜΑ [πορφύριος] συν. στον πληθ. οι πορφυριανοί οπαδοί τού νεοπλατωνικού φιλοσόφου Πορφυρίου από την Τύρο κατά τον 4ο αιώνα, οι οποίοι αρνούνταν τη θεότητα τού Ιησού Χριστού, ονομασία που αποδιδόταν και στους αρειανούς …   Dictionary of Greek

  • σχολιαστής — Εκείνος που ερμηνεύει, που εξηγεί κάτι. Εκείνος που σχολιάζει ή υπομνηματίζει κείμενα. Οι σ. είναι βασικά δημιούργημα των αλεξανδρινών χρόνων. Από τα σχόλιά τους σε αρχαία κείμενα σώθηκαν τα παρακάτω, σε χρονική σειρά. 1. Στον Όμηρο. Σχολιαστές… …   Dictionary of Greek

  • Αντώνιος — I Όνομα αγίων της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. 1. Καταγόταν από την Άγκυρα. Πέθανε με μαρτυρικό τρόπο, μαζί με τους γονείς του Μελάνιππο και Κασίνα, επί Ιουλιανού του Παραβάτη. Η μνήμη του τιμάται στις 7 Νοεμβρίου. 2. Λιθοτόμος. Τον σκότωσε o… …   Dictionary of Greek

  • Απολλινάριος — Όνομα χριστιανών επισκόπων. 1. Α. ο Ιεραπόλεως (2ος αι. μ.Χ.). Επίσκοπος της Ιεράπολης, πόλης της Φρυγίας.Έγραψε πάρα πολλά βιβλία, από τα οποία όμως σώζονται μόνο οι τίτλοι και από αυτούς όχι όλοι. Απηύθυνε απολογητική προς τον αυτοκράτορα Μάρκο …   Dictionary of Greek

  • γενικές ή καθολικές έννοιες — Όρος της φιλοσοφίας. Η συζήτηση γύρω από αυτές (τα καθόλου του Αριστοτέλη, λατινικά universalia) απασχόλησε ολόκληρη τη μεσαιωνική φιλοσοφία από τον 9o αι. και άρχισε με τη μελέτη της Εισαγωγής του Πορφυρίου στις Κατηγορίες του Αριστοτέλη και… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”